- κολαούζος
- (I)ο ζωολ.κοινή ονομασία τού είδους Echeneis naucrates, τού γένους εχηνηίς.————————(II)(Μ) και κολαούζης, ο1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγός («χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει»)2. έμπειρος σύμβουλος, καθοδηγητής3. κάθε πράγμα ή σημάδι που χρησιμεύει για ένδειξη κατευθύνσεως ή υπόδειξη ενέργειας ή για αναγνώριση4. το τεντωμένο σχοινί με το ένα άκρο τού οποίου είναι δεμένος στη μέση ο εργαζόμενος κάτω από τη θάλασσα δύτης και με το οποίο επικοινωνεί συνθηματικώς με τον έξω από τη θάλασσα κολαουζιέρη*5. φορτικός άνθρωπος («μού έχει γίνει κολαούζος και δεν μπορώ να τόν ξεφορτωθώ») β. το καλαούζο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kilavuz].
Dictionary of Greek. 2013.